- παρακατακλίνων
- παρακατακλί̱νων , παρακατακλίνωlay down besidepres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρακατακλίνω — Α βάζω κάποιον να ξαπλώσει δίπλα σε κάποιον («ἀλλ οὐ Κνωσίωνι τὴν ἑαυτοῡ γυναίκα παρακατακλίνων», Αισχίν.) … Dictionary of Greek